- συμπλοικαί
- συμπλοϊκαί , συμπλοικόςsailing withfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπλοϊκός — ή, όν, Α φρ. «φιλίαι συμπλοϊκαί» οι φιλικές σχέσεις μεταξύ τών ναυτικών που ανήκουν στο πλήρωμα τού ίδιου πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πλοϊκός (< πλόος / πλοῦς)] … Dictionary of Greek